σκληρόψυχος

σκληρόψυχος
η , ο [ος , ον ] суровый, жестокий; жестокосердный (высок.)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "σκληρόψυχος" в других словарях:

  • σκληρόψυχος — hard hearted masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκληρόψυχος — η, ο / σκληρόψυχος, ον, ΝΑ αυτός που έχει σκληρή ψυχή σκληρόκαρδος, ανηλεής νεοελλ. χαρακτηρισμός καταστάσεων δηλωτικών τής σκληρότητας τής ψυχής («σκληρόψυχο φέρσιμο»). [ΕΤΥΜΟΛ. < σκληρός + ψυχος (< ψυχή), πρβλ. μεγαλό ψυχος] …   Dictionary of Greek

  • σκληρόψυχος — η, ο σκληρόκαρδος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σκληροψύχου — σκληρόψυχος hard hearted masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκληροκάρδιος — α, ο / σκληροκάρδιος, ον, ΝΑ αυτός που έχει σκληρή καρδιά, σκληρόκαρδος, σκληρόψυχος, ανάλγητος, άσπλαχνος («ὁ δὲ σκληροκάρδιος οὐ συναντᾷ ἀγαθοῑς», ΠΔ) αρχ. πεισματάρης, ισχυρογνώμονας. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκληρός + καρδία + κατάλ. ιος*] …   Dictionary of Greek

  • σκληρόκαρδος — η, ο, Ν σκληρόψυχος, ανάλγητος, ασυγκίνητος, άσπλαχνος …   Dictionary of Greek

  • σκληρός — I Ορεινός οικισμός (89 κάτ., υψόμ. 900 μ.), στην επαρχία Τριφυλίας του νομού Μεσσηνίας. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (23 τ. χλμ., 89 κάτ.). II Επώνυμο βυζαντινής οικογένειας. 1. Νικήτας. Πατρίκιος στα χρόνια του αυτοκράτορα Λέοντα ΣΤ’. Το… …   Dictionary of Greek

  • ψυχή — I Λεπιδόπτερο έντομο της οικογένειας των ψυχιδών. Το γένος αυτό αριθμεί πολλά είδη, που ζουν κυρίως στην Ευρώπη. Το χαρακτηριστικότερο γνώρισμα των ψ. είναι ο γεννητικός του διμορφισμός. Τα αρσενικά έχουν φτερά και χνουδωτό σώμα και πετούν συχνά… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»